© 2016 LITTLE BOOKSTORES!

ΤΟ ΡΑΦΙ ΠΟΥ ΚΟΥΡΝΙΑΖΕΙ, ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΤΣΑΠΡΑΪΛΗ

Στα παλιά βιβλιοπωλεία του τόπου δεν αφήνουν τα παιδιά να τρυπώνουν στα πίσω ράφια, εκείνα που ποτέ δεν τα αγγίζει το φως του ήλιου. Κι όταν έρχεται κανένας ξένος πελάτης φροντίζουν με δικαιολογίες να τον κρατάνε μακριά από τα σκοτεινά εκείνα παρτέρια των βιβλίων. Τις αφέγγαρες νύχτες, αφού στα σπίτια κατέβουν τα στόρια και μανταλώσουν οι πόρτες, τα δωμάτια γεμίζουν με διηγήσεις για τα παλιά ράφια που ακόμη φωλιάζουν στις αφορισμένες γωνιές των βιβλιοπωλείων. Ράφια με βιβλία άξεστα και βλοσυρά, γεμάτα σκόνη, στις ράχες των οποίων απλώνονται μελανές κηλίδες που νύχτα με τη νύχτα μετακινούνται σαν νύχια πτώματος μέσα στον τάφο. Αλίμονο σε όποιον ρίξει το βλέμμα του σε τέτοιο ράφι. Οι κηλίδες αγκιστρώνονται πάνω στα ρούχα του και φωλιάζουν πίσω από τα βλέφαρά του σαν σκοτεινές σπίθες. Σιγοψιθυρίζουν συνέχεια οι μαύρες φλόγες και όλο δελεάζουν με απάτη το βλέμμα του αγκιστρωμένου, έως ότου δε βλέπει πια τα πηγάδια και τους καθρέφτες και πέφτει μέσα τους, χαμένος για πάντα.

Λένε πως πριν πολλά χρόνια υπήρχε ένα μικρό βιβλιοπωλείο – μια κάμαρα ήταν όλο, κι είχε και μια εσοχή στον πίσω τοίχο. Σε αυτό το βαθούλωμα ήταν που μια μέρα ξεκίνησαν να καταλήγουν όλα τα γράμματα που είχαν για παραλήπτη νεκρό – γιατί το είχε συνήθειο για μια περίοδο ο κόσμος τότε να γράφει στους πεθαμένους. Σωρός μεγάλος υψώνονταν μήνα με το μήνα οι επιστολές και η εσοχή άρχισε να μυρίζει με την αποφορά των πεθαμένων, γιατί έχουν κάτι από τον τάφο τα γράμματα που απευθύνονται στον άλλο κόσμο. Είναι και ανήσυχο το μελάνι τους, για αυτό και ακουγόταν σούσουρο που και που από τη μεριά εκείνη.

Τι κι αν δοκίμασαν οι μαγαζάτορες να τα πετάξουν, κάθε πρωί τα έβρισκαν στο ανήλιαγο βαθούλωμα του μαγαζιού τους. Τα λιβάνισαν, τα πλύνανε με ληθόνερό μπας και ξεχαστούν τα γραμμένα, ακόμη και φωτιά τους έβαλαν, αλλά κάθε πρωί τα γράμματα επέστρεφαν. Έχτισαν τότε την εσοχή κι έστησαν μπροστά ένα ράφι με βιβλία, και με τον καιρό ξέχασαν για τα αλλόκοσμα μηνύματα.

Τα γράμματα όμως δεν έβρισκαν ησυχία κι έστειλαν το μελάνι τους να ψάξει για ανοίγματα και τρύπες πάνω στον τοίχο. Χώθηκε αυτό μέσα στα λαγούμια των πετροσκούληκων και βρήκε τις σελίδες των βιβλίων του ραφιού που είχε ξεχαστεί μπροστά στον τοίχο. Μαγαρίστηκαν τα βιβλία, οργώθηκαν και πνίγηκαν από το μαύρο αίμα των χολωμένων επιστολών οι οποίες ανασυντάχτηκαν πάνω στα εξώφυλλα.

Από τότε το ράφι αυτό κουρνιάζει στα πίσω μέρη των παλιών βιβλιοπωλείων, μακριά από τον ήλιο, και περιμένει βλέμματα να πέσουν πάνω στα βιβλία του. Έτσι γραπώνει τους ζωντανούς και τους αναγκάζει να φτάσουν μια ώρα νωρίτερα στον κάτω κόσμο ώστε να παραδώσουν το αργοπορημένο μήνυμά τους.

Χρυσόστομος Τσαπραΐλης / συγγραφέας

Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1984 και μεγάλωσε στην Καρδίτσα. Το πρώτο του βιβλίο, Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας, κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2017 από τις εκδόσεις Αντίποδες. 

Share
Κανένα σχόλιο

Σχολιάστε