ΜΙΚΡΟ | ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ
Καθώς μεγάλωνα έβλεπα την πόλη μου να μεγαλώνει κι αυτή, με αργούς ρυθμούς, με πολυκατοικίες να εμφανίζονται και όμορφα σπίτια να εξαφανίζονται. Μαζί με τα σπίτια άρχισαν σιγά σιγά να εξαφανίζονται και τα μικρά μαγαζιά. Ανάμεσά τους και τα βιβλιοπωλεία. Εφτά βιβλιοπωλεία ζούσαν στην πόλη, τα δύο από αυτά ήταν τα πιο μικρά. Πολύ μικρά. Η «Νεφέλη» και ο «Ίκαρος» αρνούνταν πεισματικά να βάλουν τα βιβλία τους παρέα με τσάντες και παιχνίδια. Έτσι απόμειναν με τη μυρωδιά των βιβλίων μονάχα, που πότιζε τα ράφια τους τοίχους και τα ταβάνια.
Στο μικρό βιβλιοπωλείο «Νεφέλη» η Αναστασία σε υποδεχόταν πάντα με ένα χαμόγελο πίσω από ένα ανοιχτό βιβλίο. Είχε αδυναμία στα παιδικά. Έτσι, τις περισσότερες φορές το χαμόγελο βρίσκονταν πίσω από ένα χρωματιστό εξώφυλλο. Μέσα στο μικρό βιβλιοπωλείο είχε μεγαλώσει τα δυο της αγόρια, μέχρι να αρχίσουν το σχολείο. Κάθε φορά που τους διάβαζε ένα από τα παραμύθια της, η Νεφέλη γινόταν καράβι πειρατικό, έπειτα δάσος, ή ένα νησί στον ωκεανό, άλλες φορές διαστημόπλοιο κι άλλες πάλι ένα γρήγορο τρένο που ταξίδευε στον κόσμο. Η Νεφέλη μεγάλωσε κι άλλα παιδιά, ανάμεσα τους κι εμένα. Μέχρι την εφηβεία, η Αναστασία μου πρότεινε και διάβασα από τα ωραιότερα βιβλία στη ζωή μου.
Έφτασε ο καιρός να φύγω από την μικρή μου πόλη για να σπουδάσω. Ξεμάκρυνα από τους ρυθμούς της και μπήκα σε άλλους ρυθμούς, αυτούς της πρωτεύουσας. Το καλοκαίρι αφού τελείωσα το τρίτο έτος επέστρεψα στο πατρικό μου για διακοπές. Την επόμενη μέρα ξεκίνησα να επισκεφτώ τη Νεφέλη. Σε λίγο στεκόμουν μπροστά σε ένα από τα πιο αποκαρδιωτικά θεάματα στη ζωή μου: Η Νεφέλη άδεια από βιβλία με τα ράφια της να χάσκουν κενά και το πατάρι της βουβό και άχρωμο.
Ο Νίκος ο ιδιοκτήτης του Ίκαρου, του άλλου μικρού βιβλιοπωλείου, συνήθως ήταν ανεβασμένος σε μια σκάλα τακτοποιώντας τα βιβλία. Δεν υπήρχε περίπτωση να το σκάσει βιβλίο από τη θέση του. Παρακολουθούσε τους πελάτες καθώς έβγαζαν κι έβαζαν βιβλία στα ράφια, κι αν κανένα δεν επέστρεφε στην αρχική του θέση, σημείωνε στο μυαλό του σε ποιο ράφι ήταν και περίμενε υπομονετικά. Σαν έμενε μόνος, έσπευδε στο σημαδεμένο ράφι κι έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Έπειτα έκανε δυο βήματα πίσω, για να καμαρώσει τα βιβλία του. Θα μπορούσε να πει κανείς πως μάλλον στενοχωριόταν όταν πουλούσε κάποιο βιβλίο. Σημείωνε αμέσως τίτλο-συγγραφέα –εκδοτικό για να το παραγγείλει την επόμενη μέρα. Έτσι αναφερόταν πάντα στα βιβλία ο Νίκος, με αυτή τη σειρά. Εσύ αν έψαχνες κάποιο βιβλίο δεν είχες παρά να πεις ένα από αυτά τα τρία. Ο Νίκος ήξερε.
«Δεν τα ‘χω διαβάσει όλα» σκεφτόταν κάθε φορά πριν να σβήσει τα φώτα και κλείσει τα ρολά του Ίκαρου. «Τουλάχιστον όμως έχω διαβάσει αρκετά» μονολογούσε καθώς κλείδωνε με λουκέτο το πολύτιμο μικρό βιβλιοπωλείο του. ‘Ώσπου μια μέρα έβαλε το λουκέτο για τελευταία φορά. Τα βιβλία μετακόμισαν στο σπίτι του.
Αρκετά χρόνια μετά, Σεπτέμβρης ήταν, γυρίζοντας από ένα δεκαπενθήμερο ταξίδι στα Βαλκάνια, με περίμενε μια έκπληξη.
Στη γειτονιά που έμενα άνοιξε ένα μικρό μαγαζί. Πλησίασα απορημένος. Ποιος ανοίγει μαγαζί τέτοιες εποχές; Μια πολύ όμορφη μάλλον χειροποίητη ξύλινη ταμπέλα έγραφε: «Μικρό. Βιβλία»
Αργότερα έμαθα πως ο ιδιοκτήτης ήταν ο μικρός γιος της Αναστασίας, της «Νεφέλης».