© 2016 LITTLE BOOKSTORES!

Η ΡΟΔΙΑ, ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ

Δεκαετία του ’80, Θεσσαλονίκη· εκτός των τειχών πόλη. Παρασκευοπούλου με Δελφών. Βιβλιοπωλείο «Η ροδιά» (μπορεί και σκέτο «Ροδιά», δε θυμάμαι καλά). Το πρώτο μασίφ βιβλιοπωλείο που άνοιξε στη γειτονιά, πέντε λεπτά απόσταση από το σπίτι μου. Ήμουν μαθήτρια στο Γυμνάσιο, έτρωγα το χαρτζιλίκι μου σε δίσκους και βιβλία. Ίσως γι’ αυτό δεν αγόραζα τυρόπιτες από το κυλικείο, τώρα που το σκέφτομαι .

Περνούσα το κατώφλι δύο φορές την εβδομάδα – τουλάχιστον. Πριν από τα αγγλικά, σίγουρα. Ξεφύλλιζα τα βιβλία, χάζευα τους φοιτητές που μπαινόβγαιναν. Ένας ολοκαίνουριος κόσμος, λίγα βήματα από το πατρικό. Ξεκινούσα για τα αγγλικά με μια τσαντάρα, που έκανε τον ώμο μου να γέρνει: εκεί παράχωνα τις αγορές. Ποίηση, κοινωνιολογία, ψυχολογία (που ήταν μόδα τότε), σπανιότερα πεζογραφία – και ό,τι άλλο μου γυάλιζε. Η Ροδιά ήταν ο κήπος με τα θαύματα. Εκεί αγόρασα τον πρώτο μου Κάφκα και την Ερμηνεία των ονείρων του Φρόυντ. Εκεί ανακάλυψα πως η Λατινική Αμερική έχει μεθυστική λογοτεχνία. Εκεί πρωτοδιάβασα Ρεμπώ και Μπωντλαίρ.

Δε θυμάμαι πώς έλεγαν τον βιβλιοπώλη. Θυμάμαι όμως πως ήταν ευπροσήγορος, με ένα χαμόγελο που σου έφτιαχνε τη μέρα. Ανακαλώ κάτι ξανθά μπουκλάκια (που μπορεί και να είχε, μπορεί και να μην είχε – παράξενα τα παιχνίδια της μνήμης). Όμως για τα ξύλινα ράφια βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Πλαναρισμένο σουηδικό ξύλο, από το πάτωμα ως το ταβάνι, που έπαιζε με το φως.

Εκεί μέσα άνοιξαν τα μάτια μου. Στη βιβλιοθήκη του πατρικού είχαμε τους κλασικούς: Ουγκώ, Ντίκενς, Ντοστογιέφσκι. Μπαλζάκ, Σαίξπηρ, Τολστόι. Τους θαύμασα όπως τους έπρεπε αργότερα, όταν είχε περάσει πια από πάνω μου η νταλίκα της εφηβείας. Στη Ροδιά γνώρισα τους μοντερνιστές.

Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη μέρα. Ήμουν πολύ στενοχωρημένη για κάτι (που τότε φάνταζε τόσο σοβαρό, λες κι είχε πέσει ο ουρανός στο κεφάλι μου, μα πλέον δε θυμάμαι τι στο καλό ήταν). Ο βιβλιοπώλης στο ταμείο πρόσθεσε, μαζί με τους τόμους που είχα επιλέξει, και κάτι μικρό, ένα βιβλιαράκι που χωρούσε στην παλάμη του χεριού. Μου το χάρισε με την αφιέρωση: Διαβάτη, δρόμος δεν υπάρχει/ τον δρόμο τον φτιάχνεις προχωρώντας.

Δεν ήταν η εποχή του ίντερνετ. Μου πήρε μέρες να ανακαλύψω ότι ήταν στίχος του Ισπανού ποιητή Αντόνιο Ματσάδο. Μπορεί να ακουστεί χαζό: εμένα όμως εκείνος ο στίχος με παρηγόρησε.

Στην υγειά του βιβλιοπώλη, λοιπόν, που κάνει το μεράκι του δουλειά. Στην υγειά των βιβλιοπωλείων που μας ανοίγουν τα μάτια.

Αέρα στα πανιά τους.

ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ / συγγραφέας & εκπαιδευτικός 

Share
Κανένα σχόλιο

Σχολιάστε